- ρεύμα
- Oνομασία 3 οικισμών.
1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Βατούσας.
3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ωραίου.
* * *το / ῥεῡμα, ΝΜΑ, και ρέμα Ν [ῥέω]1. κίνηση ρευστής μάζας2. η ίδια η κινούμενη μάζα («ώ λαμπρόν τού Αιγαίου ρεύμα», Κάλβ.)3. αθρόα ροή ποταμού («το ρεύμα τού ποταμού παρέσυρε τα πάντα»)4. κοίτη ρυακιού ή χειμάρρου, ρέμα, ρεματιά5. κίνηση, φύσημα αέρα (α. «κλείσε τα παράθυρα γιατί κάνει ρεύμα» β. «τὸ ἀκούειν γίνεται ῥεύματός τινος φερομένου ἀπὸ τοῡ φωνοῡντος», Επίκτ.)6. συρροή ανθρώπων, πλήθος ανθρώπων που κινούνται προς μια κατεύθυνση (α. «τόν παρέσυρε το ρεύμα τού πλήθους» β. «ῥεῡμα τ' ἐξορμῶν στρατοῡ», Ευρ.)νεοελλ.1. (μετεωρ.) κάθε μετακίνηση ατμοσφαιρικών μαζών που οφείλεται στην ύπαρξη διαφορών θερμοκρασίας και ατμοσφαιρικής πίεσης (α. «ανοδικά ρεύματα» β. «καθοδικά ρεύματα»)2. α) σύνολο φιλοσοφικών, πολιτικών, επιστημονικών ή καλλιτεχνικών ιδεών ή δοξασιών, που υιοθετούνται σε μια ορισμένη χρονική περίοδο από έναν μεγάλο, σχετικά, αριθμό ανθρώπων («τα φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά ρεύματα τής Αναγέννησης»)β) ομαδική τάση προς ορισμένη πολιτικο-ιδεολογική κατεύθυνση στα πλαίσια ενός ευρύτερου συνόλου (α. «το ρεύμα τής αντιπολίτευσης είναι ισχυρό» β. «στο κυβερνητικό κόμμα διακρίνονται σαφώς δύο ρεύματα»)3. φρ. α) «βελοειδές ρεύμα»ωκεαν. μικρού εύρους θαλάσσιο ρεύμα που αναπτύσσεται απότομα σαν αεροχείμαρρος και κινείται από την ακτή προς τα ανοιχτάβ) «ηλεκτρικό ρεύμα»(ηλεκτρ.) η κίνηση ηλεκτρικών φορτίων κατά μήκος ενός αγωγού, μέσα σε ένα διάλυμα ή σε ένα ιοντισμένο αέριογ) «ρεύμα εκκίνησης»(ηλεκτρ.) ηλεκτρικό ρεύμα κατάλληλο για την έναρξη περιστροφής ενός ηλεκτρικού κινητήρα που, συνήθως, προκαλείται από τάση χαμηλότερη τής τάσης λειτουργίαςδ) «επίμηκες ρεύμα»ωκεαν. παράκτια κίνηση τού νερού παράλληλα προς μια θαλάσσια ή λιμναία ακτή, η οποία δημιουργείται, γενικά, από τη θραύση τών κυμάτων που προσπίπτουν στην ακτογραμμή υπό γωνίαε) «ρεύμα λάβας»(πετρογρ.) μορφή έκχυσης λάβας στην επιφάνεια τής Γης που παρουσιάζει μέγιστη ανάπτυξη προς μια διεύθυνση, σε αντίθεση προς τις άλλες διευθύνσεις που χαρακτηρίζονται από πολύ μικρότερη ανάπτυξηστ) «ρεύμα πυθμένα»ωκεαν. πυκνό, κατώτερο στρώμα θαλάσσιου νερού που διαχωρίζεται σαφώς από τα υπερκείμενα νερά λόγω τής χαρακτηριστικής θερμοκρασίας, αλατότητας και περιεκτικότητάς του σε οξυγόνοζ) «θαλάσσια ρεύματα» ωκεαν. οριζόντιες ή κατακόρυφες κινήσεις τών θαλάσσιων μαζών που προκαλούνται από την περιστροφή τής Γης γύρω από τον άξονά της, την τριβή τού ανέμου στην επιφάνεια τής θάλασσας και τις διαφορές πυκνότητας μεταξύ τών θαλάσσιων στρωμάτωνη) «λιμναία ρεύματα»ωκεαν. κίνηση τού λιμναίου νερού που προκαλείται από τον άνεμο, τις κυματαναπάλσεις, καθώς και από εισροή και εκροή νερούθ) «ρεύματα μεταφοράς»(γεωφ.) ροή στον μανδύα τής Γηςι) «ρεύματα πυκνότητας»(φυσ.-ωκεαν.) ρεύματα σε υγρά ή αέρια μέσα που κινούνται υπό την επίδραση τής βαρύτητας και οφείλονται σε μικρές διαφορές τής πυκνότηταςια) «ρεύματα τουρβιδιτικά» ή «ρεύματα θολερότητας»ωκεαν. τύποι υδάτινων ρευμάτων που δημιουργούνται από τις διαφορές πυκνότητας τις οποίες προκαλεί το αιωρούμενο ίζημα, το οποίο δίνει στα ρεύματα και τη χαρακτηριστική θολή εμφάνισή τουςιβ) «υδάτινο ρεύμα» — ρεύμα νερούιγ) «εναλλασσόμενο ρεύμα»(ηλεκτρ.) ηλεκτρικό ρεύμα τού οποίου η φορά και η ένταση ποικίλλουν περιοδικά ως προς τον χρόνοιδ) «μονοφασικό ρεύμα»(ηλεκτρ.) εναλλασσόμενο ρεύμα που παράγεται από μια μόνο ηλεκτρεγερτική δύναμηιε) «πολυφασικό ρεύμα»(ηλεκτρ.) εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που προκύπτει από ένα σύνολο ηλεκτρεγερτικών δυνάμεων που έχουν την ίδια συχνότητα αλλά διαφέρουν η μία από την άλλη κατά το ίδιο κλάσμα περιόδουιστ) «συνεχές ρεύμα»(ηλεκτρ.) ηλεκτρικό ρεύμα τού οποίου η φορά και η ένταση δεν ποικίλλουν ως προς το χρόνοιζ) «τυρβώδη ρεύματα» — ρεύματα εξ επαγωγής που δημιουργούνται στο εσωτερικό τών μεταλλικών μερών τών ηλεκτρομαγνητικών και τών ηλεκτρικών συσκευών, με αποτέλεσμα την υπερθέρμανσή τους, αλλ. ρεύματα Φουκώιη) «ρεύματα Φουκώ»(ηλεκτρ.) τα τυρβώδη ρεύματαιθ) «Ρεύμα τού κόλπου»ωκεαν. θερμό ωκεάνιο ρεύμα που κινείται προς τα βορειοανατολικά, έξω από την ακτή τής Βόρειας Αμερικής, μεταξύ τού Ακρωτηρίου Χέτερες τής Βόρειας Καρολίνας και τών Μεγάλων Υφάλων τής Νέας Γης, όπου διαχωρίζεται σε πολλούς κλάδους, ορισμένοι από τους οποίους διασχίζουν τον Ατλαντικό και ρέουν προς τις Βρετανικές Νήσους και τη Νορβηγική Θάλασσα και σχηματίζουν το λεγόμενο Βορειοατλαντικό Ρεύμα, ενώ άλλοι κλάδοι ρέουν προς τα νότια και νοτιοανατολικά και ενώνονται τελικά με αντιρρεύματα που κινούνται από τα ανατολικά προς τα δυτικά, καθώς και με το Ρεύμα τών Καναρίων Νήσων, αλλ. Γκολφ Στρημμσν.ο πορθμός τού Βοσπόρουαρχ.1. ροή λάβας2. περίσσεια, αφθονία («πολλοῡ... τῶν ἀγαθῶν ῥεύματος», Λιβάν.)3. ορμή, σφοδρότητα («μετὰ πολλοῡ ῥεύματος εἰς τὴν στοὰν φερόμενος», Πλούτ.)4. ροή λόγου, ευγλωττία («στρογγύλα τὰ ῥήματα καὶ ῥεῡμα ἄπαυστον», Λιβάν.)6. ροή τού χρόνου7. η φορά τών πραγμάτων, τής ζωής («τὸ τῆς τύχης... ῥεῡμα μεταπίπτει ταχύ», Μέν.)8. (για σωματικό υγρό) καταρροή («στομάχου καὶ κοιλίας ῥεῡμα», Διοσκ.)9. ρευματισμός («ῥεῡμα εἰς τοὺς πόδας κατεληλύθει», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.